ἐπιμυλίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἐπιμῠλίδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἐπιμυλίς | αἱ | ἐπιμυλίδες | |
γενική | τῆς | ἐπιμυλίδος | τῶν | ἐπιμυλίδων | |
δοτική | τῇ | ἐπιμυλίδῐ | ταῖς | ἐπιμυλίσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ἐπιμυλίδᾰ | τὰς | ἐπιμυλίδᾰς | |
κλητική ὦ! | ἐπιμυλίς* | ἐπιμυλίδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιμυλίδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιμυλίδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐπιμυλίς, -ίδος θηλυκό
- (ανατομία) επιγονατίδα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, (Vectiarius), κεφ. 1, @scaife.perseus
- ἄλλην δὲ ἄνωθεν ἔχουσιν ἐπίφυσιν, ἐν ᾗ τὸ τοῦ μηροῦ ἄρθρον κινέεται, ἁπλόον καὶ εὐσταλὲς ὡς ἐπὶ μήκει· εἶδος κονδυλῶδες, ἔχον ἐπιμυλίδα· αὐτὸς δ ἔγκυρτος ἔξω καὶ ἔμπροσθεν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, (Vectiarius), κεφ. 1, @scaife.perseus
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπιμυλίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.