↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἐπιμῠλίδ-
ονομαστική ἐπιμυλίς αἱ ἐπιμυλίδες
      γενική τῆς ἐπιμυλίδος τῶν ἐπιμυλίδων
      δοτική τῇ ἐπιμυλίδ ταῖς ἐπιμυλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπιμυλίδ τὰς ἐπιμυλίδᾰς
     κλητική ! ἐπιμυλίς* ἐπιμυλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιμυλίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιμυλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιμυλίς < ἐπι- + μύλη + -ίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπιμυλίς, -ίδος θηλυκό

  • (ανατομία) επιγονατίδα
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, (Vectiarius), κεφ. 1, @scaife.perseus
    ἄλλην δὲ ἄνωθεν ἔχουσιν ἐπίφυσιν, ἐν ᾗ τὸ τοῦ μηροῦ ἄρθρον κινέεται, ἁπλόον καὶ εὐσταλὲς ὡς ἐπὶ μήκει· εἶδος κονδυλῶδες, ἔχον ἐπιμυλίδα· αὐτὸς δ ἔγκυρτος ἔξω καὶ ἔμπροσθεν·

Συνώνυμα

επεξεργασία