ἐπιμήκης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ἐπιμηκεσ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπιμήκης | τὸ | ἐπίμηκες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιμήκους | τοῦ | ἐπιμήκους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιμήκει | τῷ | ἐπιμήκει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπιμήκη | τὸ | ἐπίμηκες | ||
κλητική ὦ! | ἐπίμηκες | ἐπίμηκες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπιμήκεις | τὰ | ἐπιμήκη | ||
γενική | τῶν | ἐπιμήκων | τῶν | ἐπιμήκων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπιμήκεσῐ(ν) | τοῖς | ἐπιμήκεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπιμήκεις | τὰ | ἐπιμήκη | ||
κλητική ὦ! | ἐπιμήκεις | ἐπιμήκη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιμήκει | τὼ | ἐπιμήκει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιμήκοιν | τοῖν | ἐπιμήκοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐπιμήκης, -ης, ἐπίμηκες, συγκριτικός :ἐπιμηκέστερος, υπερθετικός : ἐπιμηκέστατος/(ἐπιμήκιστος)
- αυτός που είναι μακρύς και στενός, με μήκος μεγαλύτερο από το πλάτος
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις Ηλιακών Α
- πλησίον δὲ καὶ Μοιρῶν βωμός ἐστιν ἐπιμήκης
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις Ηλιακών Α
Πηγές
επεξεργασία- ἐπιμήκης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιμήκης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.