ἐπίλοιπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐπίλοιπος, -ος, -ον
- ο υπολειπόμενος, που απομένει, ο υπόλοιπος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 28.2
- οὕτω μὲν δὴ τοὺς ὀκτὼ μῆνας διατελέει χειμὼν ἐών, τοὺς δ᾽ ἐπιλοίπους τέσσερας ψύχεα αὐτόθι ἐστί.
- Έτσι λοιπόν τους οχτώ μήνες έχουν συνέχεια χειμώνα, αλλά και τους άλλους τέσσερες κάνει κρύο σ᾽ αυτά τα μέρη.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οὕτω μὲν δὴ τοὺς ὀκτὼ μῆνας διατελέει χειμὼν ἐών, τοὺς δ᾽ ἐπιλοίπους τέσσερας ψύχεα αὐτόθι ἐστί.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Ἑλένη, 58
- ὅσοι δ᾽ ἂν τὴν αὑτῶν ὥραν διαφυλάξωσιν ἄβατον τοῖς πονηροῖς ὥσπερ ἱερὸν ποιήσαντες, τούτους εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον ὁμοίως τιμῶμεν ὥσπερ τοὺς ὅλην τὴν πόλιν ἀγαθόν τι ποιήσαντας.
- εκείνους, εξάλλου, που διαφυλάσσουν την ομορφιά της νιότης τους ως ιερό απάτητο από τους πονηρούς ανθρώπους, αυτούς τους τιμούμε σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα τιμούσαμε τους ευεργέτες ολόκληρης της πόλης.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- ὅσοι δ᾽ ἂν τὴν αὑτῶν ὥραν διαφυλάξωσιν ἄβατον τοῖς πονηροῖς ὥσπερ ἱερὸν ποιήσαντες, τούτους εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον ὁμοίως τιμῶμεν ὥσπερ τοὺς ὅλην τὴν πόλιν ἀγαθόν τι ποιήσαντας.
- ≈ συνώνυμα: ὑπολειφθείς (< ὑπολείπω, ὑπολείπoμαι)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 28.2
- (για χρόνο) που πρόκειται να έρθει, επερχόμενος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λείπω
Πηγές
επεξεργασία- ἐπίλοιπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίλοιπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.