γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀμμωνιακός Ἀμμωνιακή τὸ Ἀμμωνιακόν
      γενική τοῦ Ἀμμωνιακοῦ τῆς Ἀμμωνιακῆς τοῦ Ἀμμωνιακοῦ
      δοτική τῷ Ἀμμωνιακ τῇ Ἀμμωνιακ τῷ Ἀμμωνιακ
    αιτιατική τὸν Ἀμμωνιακόν τὴν Ἀμμωνιακήν τὸ Ἀμμωνιακόν
     κλητική ! Ἀμμωνιακέ Ἀμμωνιακή Ἀμμωνιακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀμμωνιακοί αἱ Ἀμμωνιακαί τὰ Ἀμμωνιακᾰ́
      γενική τῶν Ἀμμωνιακῶν τῶν Ἀμμωνιακῶν τῶν Ἀμμωνιακῶν
      δοτική τοῖς Ἀμμωνιακοῖς ταῖς Ἀμμωνιακαῖς τοῖς Ἀμμωνιακοῖς
    αιτιατική τοὺς Ἀμμωνιακούς τὰς Ἀμμωνιακᾱ́ς τὰ Ἀμμωνιακᾰ́
     κλητική ! Ἀμμωνιακοί Ἀμμωνιακαί Ἀμμωνιακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀμμωνιακώ τὼ Ἀμμωνιακᾱ́ τὼ Ἀμμωνιακώ
      γεν-δοτ τοῖν Ἀμμωνιακοῖν τοῖν Ἀμμωνιακαῖν τοῖν Ἀμμωνιακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
imn
n
A40
(jmn)

  Επίθετο

επεξεργασία

Ἀμμωνιακός, -ή, -όν

  1. που έχει σχέση ή αναφέρεται στον Άμμωνα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ἀμμωνιακόν (ἅλας): το χλωριούχο αμμώνιο, χρήσιμο στη φαρμακευτική

Συγγενικά

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία