Ἀμμωνιακός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
(jmn)
Επίθετο
επεξεργασίαἈμμωνιακός, -ή, -όν
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στον Άμμωνα
- (ουσιαστικοποιημένο) ἀμμωνιακόν (ἅλας): το χλωριούχο αμμώνιο, χρήσιμο στη φαρμακευτική
Συγγενικά
επεξεργασία- αγγλικά: ammonia
- γαλλικά: ammoniac
- αγγλικά: vitamin
- γαλλικά: vitamine
- ισπανικά: vitamina
- ιταλικά: vitamina
- πολωνικά: witamina
Πηγές
επεξεργασία- ἀμμωνιακός, Ἀμμωνιακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.