→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄφθιτος τὸ ἄφθιτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀφθίτου τοῦ ἀφθίτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀφθίτ τῷ ἀφθίτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄφθιτον τὸ ἄφθιτον
     κλητική ! ἄφθιτε ἄφθιτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄφθιτοι τὰ ἄφθιτ
      γενική τῶν ἀφθίτων τῶν ἀφθίτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀφθίτοις τοῖς ἀφθίτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀφθίτους τὰ ἄφθιτ
     κλητική ! ἄφθιτοι ἄφθιτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀφθίτω τὼ ἀφθίτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀφθίτοιν τοῖν ἀφθίτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄφθιτος < ἄ- στερητικό + φθιτός (< φθίνω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄφθιτος, -ος, -ον

  1. άφθαρτος, που δεν υπόκειται σε φθορά ή απώλεια
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 133 (132-133)
    ἐν μὲν γὰρ λειμῶνες ἁλὸς πολιοῖο παρ᾽ ὄχθας | ὑδρηλοὶ μαλακοί· μάλα κ᾽ ἄφθιτοι ἄμπελοι εἶεν.
    Έχει λιβάδια στης γκρίζας θάλασσας τις όχθες, | αφράτα με πολλά νερά —θα φύτρωναν εκεί αμπέλια αθάνατα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 413 (412-413)
    εἰ μέν κ᾽ αὖθι μένων Τρώων πόλιν ἀμφιμάχωμαι, | ὤλετο μέν μοι νόστος, ἀτὰρ κλέος ἄφθιτον ἔσται·
    Αν μείνω εδώ να πολεμώ την πόλιν του Πριάμου | η επιστροφή μου εχάθηκεν, αλλ᾽ άφθαρτη θα μείνει η δόξα μου·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. αθάνατος, αιώνιος
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 397 (397-398)
    ἦλθε δ᾽ ἄρα πρώτη Στὺξ ἄφθιτος Οὔλυμπόνδε | σὺν σφοῖσιν παίδεσσι φίλου διὰ μήδεα πατρός·
    Και πρώτη η Στύγα η άφθαρτη ανέβηκε στον Όλυμπο | μαζί με τα παιδιά της, με του πατέρα της τη συμβουλή.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 724 (723-724)
    [ΧΟΡΟΣ] τοιαῦτ᾽ ἔδρασας καὶ Φέρητος ἐν δόμοις· | Μοίρας ἔπεισας ἀφθίτους θεῖναι βροτούς.
    [ΧΟΡΟΣ] Τα ίδια στου Φέρητα έκαμες τα σπίτια· | ανθρώπους τις Μοίρες έπεισες απέθαντους να κάμουν.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 702 (700-702)
    πρότερον δ᾽ οὐκ ἦν γένος ἀθανάτων, πρὶν Ἔρως ξυνέμειξεν ἅπαντα· | ξυμμειγνυμένων δ᾽ ἑτέρων ἑτέροις γένετ᾽ οὐρανὸς ὠκεανός τε | καὶ γῆ πάντων τε θεῶν μακάρων γένος ἄφθιτον.
    Αθανάτων φυλή δεν υπήρχε, ώσπου πια σμίξιμο έφερε ο Έρωτας σε όλα· | κι όπως έσμιγε το ᾽να με τ᾽ άλλο, ουρανός, | γη και θάλασσα γίνηκαν, κι όλων των μακάριων αθάνατων θεών η φυλή.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἄμβροτος, ἀθάνατος
  3. (για γνώμες, κ.ά.) αμετάβλητος
  4. ακατάπαυστος, αδιάλειπτος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία