Δείτε επίσης: άπιστος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄπιστος τὸ ἄπιστον
      γενική τοῦ/τῆς ἀπίστου τοῦ ἀπίστου
      δοτική τῷ/τῇ ἀπίστ τῷ ἀπίστ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄπιστον τὸ ἄπιστον
     κλητική ! ἄπιστε ἄπιστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄπιστοι τὰ ἄπιστ
      γενική τῶν ἀπίστων τῶν ἀπίστων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀπίστοις τοῖς ἀπίστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀπίστους τὰ ἄπιστ
     κλητική ! ἄπιστοι ἄπιστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπίστω τὼ ἀπίστω
      γεν-δοτ τοῖν ἀπίστοιν τοῖν ἀπίστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄπιστος < ἄ- στερητικό + πιστός

  Επίθετο επεξεργασία

ἄπιστος, -ος, -ον, συγκριτικός: ἀπιστότερος, υπερθετικός:  ἀπιστότατος

  1. που δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς, αναξιόπιστος
  2. δύσπιστος
  3. ανυπάκουος
  4. απίστευτος, απίθανος
  5. (ελληνιστική σημασία) που δεν πιστεύει, δύσπιστος

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία