γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἁδινός ἁδινή τὸ ἁδινόν
      γενική τοῦ ἁδινοῦ τῆς ἁδινῆς τοῦ ἁδινοῦ
      δοτική τῷ ἁδιν τῇ ἁδιν τῷ ἁδιν
    αιτιατική τὸν ἁδινόν τὴν ἁδινήν τὸ ἁδινόν
     κλητική ! ἁδινέ ἁδινή ἁδινόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἁδινοί αἱ ἁδιναί τὰ ἁδινᾰ́
      γενική τῶν ἁδινῶν τῶν ἁδινῶν τῶν ἁδινῶν
      δοτική τοῖς ἁδινοῖς ταῖς ἁδιναῖς τοῖς ἁδινοῖς
    αιτιατική τοὺς ἁδινούς τὰς ἁδινᾱ́ς τὰ ἁδινᾰ́
     κλητική ! ἁδινοί ἁδιναί ἁδινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁδινώ τὼ ἁδινᾱ́ τὼ ἁδινώ
      γεν-δοτ τοῖν ἁδινοῖν τοῖν ἁδιναῖν τοῖν ἁδινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁδινός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁδινός, -ή, -όν

  1. (για μέλισσες, μύγες, πρόβατα) συγκεντρωμένος, συμπαγής, συσσωρευμένος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 87 (87-90)
    ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων, | πέτρης ἐκ γλαφυρῆς αἰεὶ νέον ἐρχομενάων, | βοτρυδὸν δὲ πέτονται ἐπ᾽ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν· | αἱ μέν τ᾽ ἔνθα ἅλις πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔνθα·
    και ωσάν μελίσσια στριμωκτά μέσ᾽ από κούφιον βράχον | βλέπεις να βγαίνουν άπειρα και πάντοτε αναβρύζουν | κι εδώ πολλά κι εκεί πολλά, πετώντας τριγυρίζουν | και στ᾽ άνθη τ᾽ ανοιξιάτικα σταφυλωτά κρεμιώνται,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (για ήχο) βίαιος, δυνατός
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 326
    ἠδ᾽ ὡς Σειρήνων ἁδινάων φθόγγον ἄκουσεν,
    πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τραγούδι,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. (για δάκρυα) άφθονος
  4. (για ύπνο) βαθύς
  5. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἁδινόν και ἁδινά
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 413 (412-414)
    οὐδ᾽ ἔτι σηκοὶ | ἴσχουσ᾽, ἀλλ᾽ ἁδινόν μυκώμεναι ἀμφιθέουσι | μητέρας·
    δεν τα χωρούν | οι μάντρες πια, με δυνατά μουκανητά πώς τριγυρίζουν | τις μανάδες τους·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 317 (316-317)
    ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν | χεύατο κὰκ κεφαλῆς πολιῆς, ἁδινά στεναχίζων.
    στα δυο του χέρια φούχτωσε καμένη στάχτη, | την έριξεστο γκρίζο του κεφάλι, σπαραχτικά θρηνώντας.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Παράγωγα

επεξεργασία