→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνύσιμος τὸ ἀνύσιμον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνυσίμου τοῦ ἀνυσίμου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνυσίμ τῷ ἀνυσίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνύσιμον τὸ ἀνύσιμον
     κλητική ! ἀνύσιμε ἀνύσιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνύσιμοι τὰ ἀνύσιμ
      γενική τῶν ἀνυσίμων τῶν ἀνυσίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνυσίμοις τοῖς ἀνυσίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνυσίμους τὰ ἀνύσιμ
     κλητική ! ἀνύσιμοι ἀνύσιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνυσίμω τὼ ἀνυσίμω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνυσίμοιν τοῖν ἀνυσίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνύσιμος < ἀνύω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνύσιμος, -ος, -ον, συγκριτικός:ἀνυσιμώτερος, υπερθετικός: ἀνυσιμώτατος

Παράγωγα

επεξεργασία