ἀμφιλαφής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀμφιλαφής < ἀμφι- + λαμβάνω (παρακείμενος: εἴληφα)
Επίθετο
επεξεργασίαἀμφιλαφής
- αυτός που περιλαμβάνει / καταλαμβάνει τα πάντα
- αυτός που εξαπλώνεται παντού
- εκτεταμένος, ευρύχωρος, περιεκτικός
- πλουσιοπάροχος, άφθονος
- υπερβολικός
Πηγές
επεξεργασία- ἀμφιλαφής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφιλαφής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.