όχθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όχθος | οι | όχθοι |
γενική | του | όχθου | των | όχθων |
αιτιατική | τον | όχθο | τους | όχθους |
κλητική | όχθε | όχθοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όχθος < αρχαία ελληνική ὄχθος[1] [2] [3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόχθος αρσενικό
- (γεωλογία) ύψωμα γης, μικρός λόφος, γήλοφος (κοντά σε ποτάμια ή ρυάκια)
- άλλη μορφή του όχθη
- (ιατρική) κομμάτι του δέρματος που προεξέχει, έκφυμα δέρματος (όπως στη λέπρα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεωλογία
όχθη
|
ιατρική
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ όχθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ όχθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ όχθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.