ωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωτικός | η | ωτική | το | ωτικό |
γενική | του | ωτικού | της | ωτικής | του | ωτικού |
αιτιατική | τον | ωτικό | την | ωτική | το | ωτικό |
κλητική | ωτικέ | ωτική | ωτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωτικοί | οι | ωτικές | τα | ωτικά |
γενική | των | ωτικών | των | ωτικών | των | ωτικών |
αιτιατική | τους | ωτικούς | τις | ωτικές | τα | ωτικά |
κλητική | ωτικοί | ωτικές | ωτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ωτικός < ὠτικός στην καθαρεύουσα
Επίθετο
επεξεργασίαωτικός, -ή, -ό (και ωτιαίος)
- ο σχετικός με τα ώτα, τα αφτιά, ακουστικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ωτικός