ωτιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωτιαίος | η | ωτιαία | το | ωτιαίο |
γενική | του | ωτιαίου | της | ωτιαίας | του | ωτιαίου |
αιτιατική | τον | ωτιαίο | την | ωτιαία | το | ωτιαίο |
κλητική | ωτιαίε | ωτιαία | ωτιαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωτιαίοι | οι | ωτιαίες | τα | ωτιαία |
γενική | των | ωτιαίων | των | ωτιαίων | των | ωτιαίων |
αιτιατική | τους | ωτιαίους | τις | ωτιαίες | τα | ωτιαία |
κλητική | ωτιαίοι | ωτιαίες | ωτιαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ωτιαίος < ὠτιαῖος στην καθαρεύουσα
Επίθετο
επεξεργασία
ωτιαίος, -α, -ο
- ωτιαίος μυς, ωτιαίο και ακουστικό νεύρο
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωτιαίος