Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωρυόμενος η ωρυόμενη το ωρυόμενο
      γενική του ωρυόμενου της ωρυόμενης του ωρυόμενου
    αιτιατική τον ωρυόμενο την ωρυόμενη το ωρυόμενο
     κλητική ωρυόμενε ωρυόμενη ωρυόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωρυόμενοι οι ωρυόμενες τα ωρυόμενα
      γενική των ωρυόμενων των ωρυόμενων των ωρυόμενων
    αιτιατική τους ωρυόμενους τις ωρυόμενες τα ωρυόμενα
     κλητική ωρυόμενοι ωρυόμενες ωρυόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ωρυόμενος: μετοχή ενεστώτα του ρήματος ωρύομαι

  ΜετοχήΕπεξεργασία

ωρυόμενος, -η, -ο

  1. εκείνος που ωρύεται, είναι έξαλλος, φωνάζει και κινεί τα χέρια του
    Μπηκε μέσα ωρυόμενος και δεν ξέραμε πού να κρυφτούμε
    Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει στο γραφείο μου η πρώην πεθερά μου ωρυόμενη -ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία