ωρυόμενος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΜετοχήΕπεξεργασία
ωρυόμενος, -η, -ο
- εκείνος που ωρύεται, είναι έξαλλος, φωνάζει και κινεί τα χέρια του
- ↪ Μπηκε μέσα ωρυόμενος και δεν ξέραμε πού να κρυφτούμε
- ↪ Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει στο γραφείο μου η πρώην πεθερά μου ωρυόμενη -ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί