Δείτε επίσης: ὠρυόμενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωρυόμενος η ωρυόμενη το ωρυόμενο
      γενική του ωρυόμενου της ωρυόμενης του ωρυόμενου
    αιτιατική τον ωρυόμενο την ωρυόμενη το ωρυόμενο
     κλητική ωρυόμενε ωρυόμενη ωρυόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωρυόμενοι οι ωρυόμενες τα ωρυόμενα
      γενική των ωρυόμενων των ωρυόμενων των ωρυόμενων
    αιτιατική τους ωρυόμενους τις ωρυόμενες τα ωρυόμενα
     κλητική ωρυόμενοι ωρυόμενες ωρυόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωρυόμενος: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠρυόμενος μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος ὠρύομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ɾiˈo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ρυ‐ό‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

ωρυόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  1. μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος ωρύομαι που ωρύεται, είναι έξαλλος, φωνάζει και κινεί τα χέρια του
    Μπηκε μέσα ωρυόμενος και δεν ξέραμε πού να κρυφτούμε.
    Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει στο γραφείο μου η πρώην πεθερά μου ωρυόμενη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία