ωριαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωριαίος | η | ωριαία | το | ωριαίο |
γενική | του | ωριαίου | της | ωριαίας | του | ωριαίου |
αιτιατική | τον | ωριαίο | την | ωριαία | το | ωριαίο |
κλητική | ωριαίε | ωριαία | ωριαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωριαίοι | οι | ωριαίες | τα | ωριαία |
γενική | των | ωριαίων | των | ωριαίων | των | ωριαίων |
αιτιατική | τους | ωριαίους | τις | ωριαίες | τα | ωριαία |
κλητική | ωριαίοι | ωριαίες | ωριαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ωριαίος < ὡριαῖος στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινή) ὡριαῖος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαωριαίος, -α, -ο
- που έχει διάρκεια μίας ώρας
- που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα της μίας ώρας
- 70 χλμ ωριαία ταχύτητα (δηλαδή 70 χλμ/ώρα)
- που επαναλαμβάνεται κάθε μία ώρα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια