Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωριαίος η ωριαία το ωριαίο
      γενική του ωριαίου της ωριαίας του ωριαίου
    αιτιατική τον ωριαίο την ωριαία το ωριαίο
     κλητική ωριαίε ωριαία ωριαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωριαίοι οι ωριαίες τα ωριαία
      γενική των ωριαίων των ωριαίων των ωριαίων
    αιτιατική τους ωριαίους τις ωριαίες τα ωριαία
     κλητική ωριαίοι ωριαίες ωριαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωριαίος < ὡριαῖος στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινή) ὡριαῖος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ɾiˈe.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /o.ɾiˈe.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /o.ɾiˈe.o/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

ωριαίος, -α, -ο

  1. που έχει διάρκεια μίας ώρας
  2. που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα της μίας ώρας
    70 χλμ ωριαία ταχύτητα (δηλαδή 70 χλμ/ώρα)
  3. που επαναλαμβάνεται κάθε μία ώρα

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια