Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ωριαίο

  1. ωριαίος, στην αιτιατική του ενικού

ωριαίο, ουδέτερο του ωριαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού