hourly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαhourly (en) (χωρίς παραθετικά)
- ωριαίος, που αντιστοιχεί σε χρόνο μιας ώρας
- ⮡ hourly pay - ωριαία αμοιβή
Επίρρημα
επεξεργασίαhourly (en) (χωρίς παραθετικά)
Πηγές
επεξεργασία- hourly (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- hourly (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 993, 994. ISBN 9780194325684., λήμμα: ώρα, ωριαίος