Ετυμολογία

επεξεργασία
hourly < hour + -ly

hourly (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ωριαίος, που αντιστοιχεί σε χρόνο μιας ώρας
    παράδειγμα  hourly pay - ωριαία αμοιβή

Επίρρημα

επεξεργασία

hourly (en) (χωρίς παραθετικά)