Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωριαία < ωριαίος +

  Επίρρημα επεξεργασία

ωριαία (χρονικό)

  1. με διάρκεια μιας ώρας
  2. με επανάληψη ανά ώρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωριαία οι ωριαίες
      γενική της ωριαίας των ωριαίων
    αιτιατική την ωριαία τις ωριαίες
     κλητική ωριαία ωριαίες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωριαία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ωριαίος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωριαία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ωριαία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ωριαίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ωριαίος