ωριαία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
ωριαία (χρονικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ωριαία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ωριαίος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ωριαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ωριαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ωριαίος