ωλεκράνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωλεκράνιος < ωλέκραν(ο) + -ιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.leˈkɾa.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐λε‐κρά‐νι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαωλεκράνιος, -α, -ο
- (ανατομία) που αναφέρεται στο ωλέκρανο
- ο ωλεκράνιος βόθρος
- άλλες μορφές: ωλενοκράνιος
- ≈ συνώνυμα: ωλεκρανικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωλεκράνιος
|
Πηγές
επεξεργασία- «ωλέκρανο (& ωλεκράνιος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)