olécranien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | olécranien | olécraniens |
θηλυκό | olécranienne | olécraniennes |
Επίθετο
επεξεργασίαolécranien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | olécranien | olécraniens |
θηλυκό | olécranienne | olécraniennes |
olécranien (fr)