Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωλέκρανο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ωλέκραν
ο
τα
ωλέκραν
α
γενική
του
ωλεκράν
ου
&
ωλέκραν
ου
των
ωλεκράν
ων
αιτιατική
το
ωλέκραν
ο
τα
ωλέκραν
α
κλητική
ωλέκραν
ο
ωλέκραν
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωλέκρανο
<
αρχαία ελληνική
ὠλέκρανον
η άρθρωση του αγκώνα και το
ωλέκρανο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωλέκρανο
ουδέτερο
(
ανατομία
) η κεφαλή του οστού της
ωλένης
, που συμμετέχει στο σχηματισμό της άρθρωσης του
αγκώνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωλέκρανο
αγγλικά
:
olecranon
(en)