↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψωμωμένος η ψωμωμένη το ψωμωμένο
      γενική του ψωμωμένου της ψωμωμένης του ψωμωμένου
    αιτιατική τον ψωμωμένο την ψωμωμένη το ψωμωμένο
     κλητική ψωμωμένε ψωμωμένη ψωμωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψωμωμένοι οι ψωμωμένες τα ψωμωμένα
      γενική των ψωμωμένων των ψωμωμένων των ψωμωμένων
    αιτιατική τους ψωμωμένους τις ψωμωμένες τα ψωμωμένα
     κλητική ψωμωμένοι ψωμωμένες ψωμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψωμώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pso.moˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψω‐μω‐μέ‐νος

ψωμωμένος, -η, -ο

  1. ο δυναμωμένος μετά από αρρώστια αλλά συνήθως πια, αυτός που είναι γεροδεμένος και έχει πολλούς μυώνες
    ⮡  Είχε αρρωστήσει βαριά, αλλά τώρα είναι ψωμωμένος
    ⮡  Να αγοράσεις ψωμωμένο αρνί (να έχει πολύ κρέας, να είναι κρεατωμένο)
    ⮡  Με τον Παύλο θα τα βάλεις; Αυτός είναι ψωμωμένος. Θα σε στείλει στο νοσοκομείο
  2. (σπανιότερα) τα ώριμα τρόφιμα, τα γινωμένα
    ⮡  τα φασόλια που αγόρασες δεν ήταν καλά ψωμωμένα
    ⮡  τα ψωμωμένα σιτάρια

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία