ψωμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψωμώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψωμώνω | ψώμωνα | θα ψωμώνω | να ψωμώνω | ψωμώνοντας | |
β' ενικ. | ψωμώνεις | ψώμωνες | θα ψωμώνεις | να ψωμώνεις | ψώμωνε | |
γ' ενικ. | ψωμώνει | ψώμωνε | θα ψωμώνει | να ψωμώνει | ||
α' πληθ. | ψωμώνουμε | ψωμώναμε | θα ψωμώνουμε | να ψωμώνουμε | ||
β' πληθ. | ψωμώνετε | ψωμώνατε | θα ψωμώνετε | να ψωμώνετε | ψωμώνετε | |
γ' πληθ. | ψωμώνουν(ε) | ψώμωναν ψωμώναν(ε) |
θα ψωμώνουν(ε) | να ψωμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψώμωσα | θα ψωμώσω | να ψωμώσω | ψωμώσει | ||
β' ενικ. | ψώμωσες | θα ψωμώσεις | να ψωμώσεις | ψώμωσε | ||
γ' ενικ. | ψώμωσε | θα ψωμώσει | να ψωμώσει | |||
α' πληθ. | ψωμώσαμε | θα ψωμώσουμε | να ψωμώσουμε | |||
β' πληθ. | ψωμώσατε | θα ψωμώσετε | να ψωμώσετε | ψωμώστε | ||
γ' πληθ. | ψώμωσαν ψωμώσαν(ε) |
θα ψωμώσουν(ε) | να ψωμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψωμώσει | είχα ψωμώσει | θα έχω ψωμώσει | να έχω ψωμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψωμώσει | είχες ψωμώσει | θα έχεις ψωμώσει | να έχεις ψωμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψωμώσει | είχε ψωμώσει | θα έχει ψωμώσει | να έχει ψωμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψωμώσει | είχαμε ψωμώσει | θα έχουμε ψωμώσει | να έχουμε ψωμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψωμώσει | είχατε ψωμώσει | θα έχετε ψωμώσει | να έχετε ψωμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψωμώσει | είχαν ψωμώσει | θα έχουν ψωμώσει | να έχουν ψωμώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψωμώνω
→ δείτε τη λέξη ωριμάζω |