ψυχρόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψυχρόμετρο | τα | ψυχρόμετρα |
γενική | του | ψυχρόμετρου & ψυχρομέτρου |
των | ψυχρόμετρων & ψυχρομέτρων |
αιτιατική | το | ψυχρόμετρο | τα | ψυχρόμετρα |
κλητική | ψυχρόμετρο | ψυχρόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψυχρόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychromètre < αρχαία ελληνική ψυχρός + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχρόμετρο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) όργανο με το οποίο μετριέται η υγρασία του ατμοσφαιρικού αέρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχρόμετρο