↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχομετρικός η ψυχομετρική το ψυχομετρικό
      γενική του ψυχομετρικού της ψυχομετρικής του ψυχομετρικού
    αιτιατική τον ψυχομετρικό την ψυχομετρική το ψυχομετρικό
     κλητική ψυχομετρικέ ψυχομετρική ψυχομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχομετρικοί οι ψυχομετρικές τα ψυχομετρικά
      γενική των ψυχομετρικών των ψυχομετρικών των ψυχομετρικών
    αιτιατική τους ψυχομετρικούς τις ψυχομετρικές τα ψυχομετρικά
     κλητική ψυχομετρικοί ψυχομετρικές ψυχομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychométrique < psychométr(ie) (αρχαία ελληνική ψυχο- + μέτρ(ον) + -ique (-ικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psi.xo.me.tɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χο‐με‐τρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ψυχομετρικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία