ψυχομέτρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψυχομέτρι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | ψυχομέτρι | ||
κλητική | ψυχομέτρι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψυχομέτρι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) ένα πλήθος ψυχών, ένα σύνολο ανθρώπων
- ※ Ὑπῆρχον ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ψυχομέτρι τριῶν ἢ τεσσάρων οἰκογενειῶν, ὁποὺ ἐκατοικοῦσαν εἰς τ᾽ ἀνήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ὄρνιθες, τέσσαρες γάττοι, δύο ἰνδιάνοι καὶ πολλὰ ζεύγη περιστερῶν. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη 1896 [διήγημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχομέτρι
|