Δείτε επίσης: ψυχρομετρία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχομετρία οι ψυχομετρίες
      γενική της ψυχομετρίας των ψυχομετριών
    αιτιατική την ψυχομετρία τις ψυχομετρίες
     κλητική ψυχομετρία ψυχομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχομετρία θηλυκό

  1. (ψυχολογία) το σύνολο διαφόρων ψυχολογικών τεστς με σκοπό την καλύτερη διάγνωση της πνευματικής ή ψυχικής κατάστασης και συμπεριφοράς ενός ατόμου
  2. επιστήμη που μελετά το σύνολο των τεχνικών αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται στην ψυχολογία
  3. η ικανότητα ενός ατόμου να μαντεύει κάτι μέσω της παρατήρησης ενός αντικειμένου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία