ψυχρομετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψυχρομετρία < γαλλική psychrométrie < ψυχρόμετρο < ψυχρός + μέτρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψυχρομετρία θηλυκό
- η επιστήμη που ασχολείται με τις μεταβολές θερμοκρασίας και υγρασίας που λαμβάνουν χώρα στον ατμοσφαιρικό αέρα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχρομετρία