Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χυμογόνος η χυμογόνος
χυμογόνα
το χυμογόνο
      γενική του χυμογόνου της χυμογόνου
χυμογόνας
του χυμογόνου
    αιτιατική τον χυμογόνο τη χυμογόνο
χυμογόνα
το χυμογόνο
     κλητική χυμογόνε χυμογόνε
χυμογόνα
χυμογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χυμογόνοι οι χυμογόνοι
χυμογόνες
τα χυμογόνα
      γενική των χυμογόνων των χυμογόνων των χυμογόνων
    αιτιατική τους χυμογόνους τις χυμογόνους
χυμογόνες
τα χυμογόνα
     κλητική χυμογόνοι χυμογόνοι
χυμογόνες
χυμογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χυμογόνος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

χυμογόνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία