χτενισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χτενισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χτενίζω, χτενίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
χτενισμένος, -η, -ο
- που έχει χτενιστεί
- που τον έχουν χτενίσει
- (μεταφορικά) για κείμενο που το έχουν επεξεργαστεί γλωσσικά
Αντώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χτενισμένος
|