Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χτενισμένος η χτενισμένη το χτενισμένο
      γενική του χτενισμένου της χτενισμένης του χτενισμένου
    αιτιατική τον χτενισμένο τη χτενισμένη το χτενισμένο
     κλητική χτενισμένε χτενισμένη χτενισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χτενισμένοι οι χτενισμένες τα χτενισμένα
      γενική των χτενισμένων των χτενισμένων των χτενισμένων
    αιτιατική τους χτενισμένους τις χτενισμένες τα χτενισμένα
     κλητική χτενισμένοι χτενισμένες χτενισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χτενισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χτενίζω, χτενίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

χτενισμένος, -η, -ο

  1. που έχει χτενιστεί
  2. που τον έχουν χτενίσει
  3. (μεταφορικά) για κείμενο που το έχουν επεξεργαστεί γλωσσικά

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία