↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
χρωματογόνος
|
η
|
χρωματογόνος & χρωματογόνα
|
το
|
χρωματογόνο
|
γενική
|
του
|
χρωματογόνου
|
της
|
χρωματογόνου & χρωματογόνας
|
του
|
χρωματογόνου
|
αιτιατική
|
τον
|
χρωματογόνο
|
τη
|
χρωματογόνο & χρωματογόνα
|
το
|
χρωματογόνο
|
κλητική
|
|
χρωματογόνε
|
|
χρωματογόνε & χρωματογόνα
|
|
χρωματογόνο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
χρωματογόνοι
|
οι
|
χρωματογόνοι & χρωματογόνες
|
τα
|
χρωματογόνα
|
γενική
|
των
|
χρωματογόνων
|
των
|
χρωματογόνων
|
των
|
χρωματογόνων
|
αιτιατική
|
τους
|
χρωματογόνους
|
τις
|
χρωματογόνους & χρωματογόνες
|
τα
|
χρωματογόνα
|
κλητική
|
|
χρωματογόνοι
|
|
χρωματογόνοι & χρωματογόνες
|
|
χρωματογόνα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|