χρηματοροή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρηματοροή < → δείτε τη λέξη χρηματοροή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cash flow
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρηματοροή θηλυκό
- (λογιστική) η συσχέτιση των εσόδων με τα έξοδα (δαπάνες) και την επίδρασή τους στα μετρητά κατά την διάρκεια μιας χρονικής περιόδου
- (λογιστική) η κατάσταση (κατάλογος) των ταμειακών ροών (χρηματοροών) μιας οικονομικής μονάδας