χρηματοροή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρηματοροή (νεολογισμός) < → δείτε τη λέξη χρηματοροή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cash flow
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρηματοροή θηλυκό
- (λογιστική) η συσχέτιση των εσόδων με τα έξοδα (δαπάνες) και την επίδρασή τους στα μετρητά κατά την διάρκεια μιας χρονικής περιόδου
- (λογιστική) η κατάσταση (κατάλογος) των ταμειακών ροών (χρηματοροών) μιας οικονομικής μονάδας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χρηματοροή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χρηματοροή - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009.