επενδυτικές χρηματοροές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επενδυτικές χρηματοροές < → δείτε τις λέξεις επενδυτικός και χρηματοροή

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

επενδυτικές χρηματοροές θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)

  • (λογιστική) οι χρηματοροές που προέρχονται από μακροπρόθεσμες επενδύσεις, όπως από αγορά ή εκποίηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, αγορά ή πώληση μετοχών ή ομολογιών, κλπ.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία