cash flow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cash flow | cash flows |
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαcash flow (en)
- (λογιστική) χρηματοροή, ταμειακή ροή
- (λογιστική) cash flows statement: η κατάσταση ταμειακών ροών, η χρηματοοικονομική κατάσταση (κατάλογος) που παρουσιάζει τις ταμειακές ροές συγκεκριμένης περιόδου