↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονοκαταιγίδα οι χιονοκαταιγίδες
      γενική της χιονοκαταιγίδας των χιονοκαταιγίδων
    αιτιατική τη χιονοκαταιγίδα τις χιονοκαταιγίδες
     κλητική χιονοκαταιγίδα χιονοκαταιγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονοκαταιγίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα χιονοκαταιγίς (μαρτυρείται από το 1894)[1] < χιονο- + αρχαία ελληνική καταιγίς (καταιγίδα) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική orage de neige ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thundersnow)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ço.no.ka.teˈʝi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐κα‐ται‐γί‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιονοκαταιγίδα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1111, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου