χιονοκαταιγίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χιονοκαταιγίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα χιονοκαταιγίς (μαρτυρείται από το 1894)[1] < χιονο- + αρχαία ελληνική καταιγίς (καταιγίδα) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική orage de neige ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thundersnow)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ço.no.ka.teˈʝi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐κα‐ται‐γί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιονοκαταιγίδα θηλυκό
- (μετεωρολογία) καταιγίδα, με αστραπές και βροντές, η οποία συνοδεύεται από χιόνι, αντί για βροχή
- ※ Το βράδυ η Θράκη βρέθηκε στο επίκεντρο της κακοκαιρίας, καθώς σφοδρή χιονοκαταιγίδα «χτύπησε» σε Έβρο και Ροδόπη, όπου το έστρωσε σε αρκετές περιοχές.
- H κακοκαιρία «σαρώνει» τη χώρα: Χιονοκαταιγίδα στη Ροδόπη – Καταστροφές στην Κεντρική Ελλάδα, Το Βήμα, 27 Ιανουαρίου 2021
- ※ Το βράδυ η Θράκη βρέθηκε στο επίκεντρο της κακοκαιρίας, καθώς σφοδρή χιονοκαταιγίδα «χτύπησε» σε Έβρο και Ροδόπη, όπου το έστρωσε σε αρκετές περιοχές.
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιονοκαταιγίδα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 1111, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- χιονοκαταιγίδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)