χιλιοστομετρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιλιοστομετρημένος < χιλιοστό + μετρημένος
Μετοχή
επεξεργασίαχιλιοστομετρημένος -η, -ο (παρωχημένο)
- επιφάνεια ή αντικείμενο που φέρει διαγραμμίσεις ή ενδείξεις με ακρίβεια χιλιοστόμετρου
- ※ Η διαφανής οθόνη ο διαφανής χάρτης και ο χιλιοστομετρημένος τοιούτος δέον να είναι αρίστης ποιότητος (Π.Δ.696/74 (ΦΕΚ-301 Α’) «Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξιν μελετών (…)», άρθρο 127 παρ. §).
- → δείτε τη λέξη μιλιμετρέ
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιλιοστομετρημένος
|