χειροκυβίστηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειροκυβίστηση | οι | χειροκυβιστήσεις |
γενική | της | χειροκυβίστησης* | των | χειροκυβιστήσεων |
αιτιατική | τη | χειροκυβίστηση | τις | χειροκυβιστήσεις |
κλητική | χειροκυβίστηση | χειροκυβιστήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειροκυβιστήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειροκυβίστηση (νεολογισμός) < χειρο- + κυβίστηση, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική saut de mains ή την αγγλική handspring)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειροκυβίστηση θηλυκό
- (αθλητισμός, νεολογισμός) κυβίστηση με τη χρήση των χεριών σε ασκήσεις της ρυθμικής και ενόργανης γυμναστικής
Συγγενικά
επεξεργασία- ανακυβίστηση
- χειροανακυβίστηση
- → και δείτε τις λέξεις χέρι και κυβίστηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειροκυβίστηση
Πηγές
επεξεργασία- χειροκυβίστηση - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 8, έτος 2004, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr