↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροκυβίστηση οι χειροκυβιστήσεις
      γενική της χειροκυβίστησης* των χειροκυβιστήσεων
    αιτιατική τη χειροκυβίστηση τις χειροκυβιστήσεις
     κλητική χειροκυβίστηση χειροκυβιστήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειροκυβιστήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροκυβίστηση (νεολογισμός) < χειρο- + κυβίστηση, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική saut de mains ή την αγγλική handspring)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειροκυβίστηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία