ανακυβίστηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακυβίστηση | οι | ανακυβιστήσεις |
γενική | της | ανακυβίστησης* | των | ανακυβιστήσεων |
αιτιατική | την | ανακυβίστηση | τις | ανακυβιστήσεις |
κλητική | ανακυβίστηση | ανακυβιστήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακυβιστήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαανακυβίστηση θηλυκό
- (αθλητισμός, γυμναστική) ανάποδη κωλοτούμπα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακυβίστηση
|