↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροανακυβίστηση οι χειροανακυβιστήσεις
      γενική της χειροανακυβίστησης* των χειροανακυβιστήσεων
    αιτιατική τη χειροανακυβίστηση τις χειροανακυβιστήσεις
     κλητική χειροανακυβίστηση χειροανακυβιστήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειροανακυβιστήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροανακυβίστηση (νεολογισμός) < χειρο- + ανακυβίστηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειροανακυβίστηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία