χειροανακυβίστηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειροανακυβίστηση | οι | χειροανακυβιστήσεις |
γενική | της | χειροανακυβίστησης* | των | χειροανακυβιστήσεων |
αιτιατική | τη | χειροανακυβίστηση | τις | χειροανακυβιστήσεις |
κλητική | χειροανακυβίστηση | χειροανακυβιστήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειροανακυβιστήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειροανακυβίστηση (νεολογισμός) < χειρο- + ανακυβίστηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειροανακυβίστηση θηλυκό
- (νεολογισμός, αθλητισμός, γυμναστική) ανάποδη κωλοτούμπα με στήριξη στα χέρια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χειροανακυβίστηση - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 8, έτος 2004, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr