χαϊμαλί
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαϊμαλί | τα | χαϊμαλιά |
γενική | του | χαϊμαλιού | των | χαϊμαλιών |
αιτιατική | το | χαϊμαλί | τα | χαϊμαλιά |
κλητική | χαϊμαλί | χαϊμαλιά | ||
όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαϊμαλί ουδέτερο
- φυλαχτό (που συνήθως το κρεμάμε στο λαιμό)
- (συνήθως στον πληθυντικό και με ειρωνική διάθεση: χαϊμαλιά) φανταχτερό στολίδι ή κόσμημα άκομψο και αταίριαστο που κρεμιέται από τον λαιμό