Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμηλόφωνος η χαμηλόφωνη το χαμηλόφωνο
      γενική του χαμηλόφωνου της χαμηλόφωνης του χαμηλόφωνου
    αιτιατική τον χαμηλόφωνο τη χαμηλόφωνη το χαμηλόφωνο
     κλητική χαμηλόφωνε χαμηλόφωνη χαμηλόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμηλόφωνοι οι χαμηλόφωνες τα χαμηλόφωνα
      γενική των χαμηλόφωνων των χαμηλόφωνων των χαμηλόφωνων
    αιτιατική τους χαμηλόφωνους τις χαμηλόφωνες τα χαμηλόφωνα
     κλητική χαμηλόφωνοι χαμηλόφωνες χαμηλόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμηλόφωνος < χαμηλό- + -φωνος < χαμηλός, φωνή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.miˈlo.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μη‐λό‐φω‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

χαμηλόφωνος

  1. (για άνθρωπο) που μιλάει με χαμηλή φωνή
  2. (για λόγο) που εκφέρεται με χαμηλή φωνή
     αντώνυμα: στεντόρειος
  3. (μεταφορικά) που εκφράζεται διακριτικά, που δεν έχει ύφος μεγαλοπρεπές, πομπώδες ή περισπούδαστο
    η χαμηλόφωνη ποίηση των συμβολιστών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία