χένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χένα | οι | χένες |
γενική | της | χένας | των | χενών |
αιτιατική | τη | χένα | τις | χένες |
κλητική | χένα | χένες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χένα < από την αγγλική λέξη henna ή από τη γαλλική henné < από την αραβική λέξη الحناء (προφορά: al-ḥinnā´)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχένα θηλυκό (παλιότερα χέννα και κύπρος ή κύπρινον)
- το φυτό και η χρωστική ουσία που βγαίνει από αυτό και που λεγόταν στην Ελλάδα κύπρος (ταξινομημένο τώρα ως Lawsonia inermis) και που πωλείται σε μορφή σκόνης για βαφή κυρίως των μαλλιών
- τατουάζ και βαφή δερμάτων και μάλλινων ή άλλων υφασμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία χένα