φωτορεαλιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτορεαλιστικός < (λόγιο δάνειο) αγγλική photorealistic < photorealist. Μορφολογικά αναλύεται σε φωτο- + ρεαλιστικός [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo.to.ɾe.a.li.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐ρε‐α‐λι‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
φωτορεαλιστικός, -ή, -ό
- ο αναφερόμενος στον φωτορεαλισμό
- ↪ φωτορεαλιστικό σχέδιο, φωτορεαλιστική απεικόνιση
Συγγενικά επεξεργασία
- φωτορεαλισμός
- φωτορεαλιστικά (επίρρημα)
→ και δείτε τις λέξεις φως και ρεαλισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτορεαλιστικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φωτορεαλιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)