φωτορεαλιστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.to.ɾe.a.li.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐ρε‐α‐λι‐στι‐κή
- ομόηχο: φωτορεαλιστικοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφωτορεαλιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φωτορεαλιστικός