↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρεσκοφτιαγμένος η φρεσκοφτιαγμένη το φρεσκοφτιαγμένο
      γενική του φρεσκοφτιαγμένου της φρεσκοφτιαγμένης του φρεσκοφτιαγμένου
    αιτιατική τον φρεσκοφτιαγμένο τη φρεσκοφτιαγμένη το φρεσκοφτιαγμένο
     κλητική φρεσκοφτιαγμένε φρεσκοφτιαγμένη φρεσκοφτιαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρεσκοφτιαγμένοι οι φρεσκοφτιαγμένες τα φρεσκοφτιαγμένα
      γενική των φρεσκοφτιαγμένων των φρεσκοφτιαγμένων των φρεσκοφτιαγμένων
    αιτιατική τους φρεσκοφτιαγμένους τις φρεσκοφτιαγμένες τα φρεσκοφτιαγμένα
     κλητική φρεσκοφτιαγμένοι φρεσκοφτιαγμένες φρεσκοφτιαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρεσκοφτιαγμένος < φρέσκ(ος) + -ο- + φτιαγμένος

φρεσκοφτιαγμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία