Δείτε επίσης: μαλαφράντζα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φράντζα οι φράντζες
      γενική της φράντζας των φραντζών
    αιτιατική τη φράντζα τις φράντζες
     κλητική φράντζα φράντζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φράντζα < ιταλική frangia ή βενετική franza < παλαιά γαλλική frenge < λατινική fimbria / fimbriae

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfɾa.nd͡za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρά‐ντζα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φράντζα θηλυκό

  1. κοντό ή μακρύ τσουλούφι μαλλιών, τούφα, που πέφτει στο μέτωπο
  2. λωρίδα με κρόσσια

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία