Δείτε επίσης: φράντζα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλαφράντζα οι μαλαφράντζες
      γενική της μαλαφράντζας
    αιτιατική τη μαλαφράντζα τις μαλαφράντζες
     κλητική μαλαφράντζα μαλαφράντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλαφράντζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική male di Fancia < male (di) Francia (αρρώστια [της] Γαλλίας) με υποχωρητική αφομοίωση [e], [a] > [a], [a][1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.laˈfɾan.d͡za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐λα‐φράν‐τζα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαλαφράντζα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, ιατρική) η σύφιλη ή «γαλλικόν πάθος»
    ※  Νικολίδου Ιωάννου του Πίνδου, ιατρού, "Ερμηνεία περί του πώς πρέπει να θεραπεύεται το Γαλλικόν Πάθος, ήγουν η Μαλαφράντζα", Βιέννη, 1794.
    ※  Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα, / την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο. (Νίκος Καββαδίας, ΄Πικρία 7-2-1975)
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε αφροδίσιο νόσημα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία