φραντζούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φραντζούλα | οι | φραντζούλες |
γενική | της | φραντζούλας | — | |
αιτιατική | τη | φραντζούλα | τις | φραντζούλες |
κλητική | φραντζούλα | φραντζούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φραντζούλα < φράντζα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφραντζούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του φράντζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φραντζούλα
|