φορτσαριστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /foɾ.t͡sa.ɾiˈstos/
Επίθετο επεξεργασία
φορτσαριστός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- φορτσαριστά
- → δείτε τη λέξη φόρτσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φορτσαριστός
|