φόρτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φόρτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική forza < υστερολατινική fortia < λατινική fortis < παλαιά λατινικά forctis / fortis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerǵʰ- (ανεβάζω, αυξάνω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφόρτσα θηλυκό άκλιτο
Επιφώνημα
επεξεργασίαφόρτσα