Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φορτσάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φορτσάρισμα
τα
φορτσαρίσμα
τ
α
γενική
του
φορτσαρίσμα
τ
ος
των
φορτσαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
φορτσάρισμα
τα
φορτσαρίσμα
τ
α
κλητική
φορτσάρισμα
φορτσαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φορτσάρισμα
<
φορτσάρω
+
-μα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
foɾˈt͡sa.ɾi.zma
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φορτσάρισμα
ουδέτερο
(
προφορικό
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
φορτσάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φορτσάρισμα
αγγλικά
:
forcing
(en)
,
burst
(en)